- ψηλοκρεμαστός
- -ή, -ό και ψηλοκρέμαστος, -η, -ο, Ν1. αυτός που κρέμεται από ψηλά2. (για πρόσ.) ειρων. ψηλός και άκομψος, άχαρος3. (για βολή) αυτός που ρίχνεται ψηλά για να πετύχει τον στόχο («ψηλοκρεμαστή μπαλιά»).επίρρ...ψηλοκρεμαστά Νμε τρόπο ώστε να πέσει κατακόρυφα ή στον στόχο αυτό που ρίχνεται ψηλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + κρεμαστός].
Dictionary of Greek. 2013.